- ὠμοβρώς
- ὠμο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ,A eating raw flesh, E.Tr. 436, HF889 (lyr.), Tim.Pers.150, prob. in S.Fr.799.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠμοβρώς — eating raw flesh masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμοβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, Α 1. ωμοβόρος 2. ὠμόβρωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκο βρώς] … Dictionary of Greek
ὠμοβρῶσι — ὠμοβρώς eating raw flesh masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβρῶτες — ὠμοβρώς eating raw flesh masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβρῶτ' — ὠμοβρῶτα , ὠμοβρώς eating raw flesh masc/fem acc sg ὠμοβρῶτι , ὠμοβρώς eating raw flesh masc/fem dat sg ὠμοβρῶτε , ὠμοβρώς eating raw flesh masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek